- περιπλεκτικός
- -ή, -όν, Α [περίπλεκτος]ικανός, επιτήδειος στο να αγκαλιάζεται με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπλεκτικῶν — περιπλεκτικός embracing fem gen pl περιπλεκτικός embracing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)